- καταστροφικῶς
- καταστροφ-ικῶς, Adv.A by way of conclusion, Ath.10.453c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταστροφικῶς — by way of conclusion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφικός — ή, ό [καταστροφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταστροφή. επίρρ... καταστροφικώς και ά (Α καταστροφικώς) νεοελλ. με καταστροφικό τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά αρχ. με τον τρόπο λύσης ενός δραματικού έργου, σαν συμπέρασμα … Dictionary of Greek